- ἐπιστρεφέως
- ἐπιστρεφήςturning one's eyesadverbial (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστρεφής — ἐπιστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.) 2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή») 3. ευλύγιστος 4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος 5.… … Dictionary of Greek